άγραυλος — Προσωνυμία θεάς και όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Προσωνυμία της θεάς Αθηνάς, που την έλεγαν Αγλαυρίδα Αγραυλίδα Παρθένο, Αθηνά Άγραυλο (Αθηνά των αγρών). 2. Κόρη του Ακταίου, πρώτου θρυλικού βασιλιά της Αττικής και σύζυγος του Κέκροπα. Μητέρα… … Dictionary of Greek
αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… … Dictionary of Greek
ετυμολογία — Η ιστορία της μορφής και της σημασίας μιας λέξης μεταξύ δύο χρονικών στιγμών που έχουμε διαλέξει συμβατικά. Για να αντιληφθούμε την ιστορία και τα προβλήματα της επιστήμης της ε., ο καλύτερος τρόπος είναι να ερευνήσουμε τις διαδοχικές σημασίες… … Dictionary of Greek
ψυχομετρία — Κλάδος της ψυχολογίας, που έχει ως αντικείμενο τη μαθηματική μέτρηση των ψυχικών φαινομένων. Η επιστήμη αυτή, που διαμορφώθηκε από τον φιλόσοφο και μαθηματικό Κ. Βολφ στις αρχές του 18ου αι., μόνο σε νεότερη εποχή βρήκε την πρακτική εφαρμογή της… … Dictionary of Greek
Άγνωστος Θεός — Οι αρχαίοι Έλληνες λάτρευαν και μια θεότητα που την αποκαλούσαν Ά.Θ. Για τη λατρεία του θεού αυτού έγραψαν οι Φιλόστρατος, Απολλόδωρος και Παυσανίας. Ο Λουκιανός (Φίλοψ 9) αναφέρει πως στην Αθήνα συνηθιζόταν o όρκος «Νη τον Άγνωστον», δηλαδή Μα… … Dictionary of Greek
Όρνιθες — Κωμωδία του Αριστοφάνη που παρουσιάστηκε το 414 στα Διονύσια, χαρίζοντας στον δημιουργό της το δεύτερο βραβείο. Το έργο πραγματεύεται τη φυγή δυο ανθρώπων από την τυραννία του κόσμου στο βασίλειο του παραμυθιού και συνενώνει την πιο τολμηρή… … Dictionary of Greek
Πρόκνη — Κόρη του Αθηναίου βασιλιά Πανδίονα και της Ζευξίππης, αδελφή της Φιλομήλας και του Ερεχθέα. Ο πατέρας της την πάντρεψε με τον βασιλιά της Θράκης Τηρέα, για να του ανταποδώσει τη βοήθεια που εκείνος του παρείχε στον πόλεμο. Η Π. απέκτησε από τον… … Dictionary of Greek
(ε)ρωτώ — (ε)ρώτησα, (ε)ρωτήθηκα ζητώ από κάποιον να με πληροφορήσει, ζητώ με το λόγο απάντηση σε κάτι: Ρώτα πριν αποφασίσεις. ρωτώ ησα, ήθηκα, ημένος ερωτώ: Ρώτησέ τον ποια ώρα θα γυρίσει στο σπίτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)